- διαίρημα
- διαίρ-ημα, ατος, τό,A part divided, division, Dam.Pr.201.2 logical division, Simp.in Cat. 425.1.3 in pl., gloss on φακῶν ἐρέγματα, Erot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαιρημάτων — διαίρημα part divided neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρήματα — διαίρημα part divided neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)